< ἀντενεχυράζομαι
ἀντένθεσις >
ἀντενέχυρον
,
-ου, τό
rehén tomado a cambio
ἀντενέχυρα τοῦ Ὕλα ἐδέξατο αὐτούς
Sch.A.R.1.1355.