< ἀντενδύομαι
ἀντενεδρεύω >
ἀντενέδρα
,
-ας, ἡ
contraemboscada
ἐποιοῦντο κατ' ἀλλήλων ἐνέδρας ἀντενέδρας
Plb.1.57.3, cf. 7.15.1.