< ἀντέμφασις
ἀντεμφύομαι >
ἀντεμφράττω
tapar
,
obstruir
τῆς ἐπιτηδειότητος ἀντεμφραττούσης (τὰς τῶν οὐρανίων ἐλλάμψεις)
Simp.
in Cael
.441.7.