< ἀντεμπαίζω
ἀντεμπήγνυμι >
ἀντεμπείρομαι
engancharse
τὰ βέλη ... ἵνα ἐν τῇ ἐξολκῇ ἀντεμπείρωνται
Paul.Aeg.6.88.2.