< ἀντέκδικος
ἀντεκθέω >
ἀντεκήνσωρ
,
-ορος, ὁ
• Grafía:
tb. ἀντικένσωρ Hsch.
lat.
antecessor
, especie de
secretario judicial
Nil.M.79.156A (tít.), Lyd.
Mag
.3.27 (p.115),
ἀντικένσωρ· ὁ τοὺς νόμους μεμαθηκώς
Hsch.