< ἀντεκτάσσω
ἀντεκτίθημι >
ἀντεκτείνω
oponer en comparación
αὑτὸν τούτοις
Ar.
Ra
.1043,
τῇ ἐκείνου δεινότητι τὸν ἐκείνου πλοῦτον
Philostr.
VS
517.