< Ἀντεκούϊα
ἀντεκπλέω >
ἀντεκπέμπω
1
enviar fuera en contra
Θρασύβουλον ... σὺν τετταράκοντα ναυσίν
X.
HG
4.8.25.
2
expeler a su vez
ἀέρα
en la respiración
, Gal.5.710.