< ἀντεικάζω
ἀντεικονίζω >
ἀντεικασία
,
-ας, ἡ
comparación
τὸ μὲν οὖν παραβολικὸν τὸ τῆς ἀντεικασίας ἔχει
Sch.Er.
Il
.8.560.