< ἀντεγκληματικός
ἀντεγχειρίζω >
ἀντεγκομίζω
fig.
sacar fuerzas contra
(ψυχή) ἀντεγκομιεῖ τοῖς διώκειν ἐθέλουσι
Cyr.Al.M.68.273B.