ἀντεγείρω
I sin sent. hostil
1 hacer surgir, construir en lugar de
ἐς τὸν τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ τόπον ναὸν τῷ Διὶ ἕτερονD.C.69.12.1.
2 fig. engrandecer, ensalzar
νυμφίου χάρινGr.Naz.M.37.373C.
II c. sent. hostil construir contra
αὐτῷ χάρακαApp.Pun.114
•en v. med.
ἄλλο παρά τινων ἀντεγείρεται ἡμῖν θυσιαστήριονGr.Nyss.Ep.3.24
•levantar contra fig.
ἀντεγείρει ἑαυτὸν τῷ προσκυνουμένῳ ὀνόματιGr.Nyss.Eun.3.9.63
•en v. med. levantarse, surgir fig.
ὁ τῆς ἀληθείας λόγος πρὸς τὴν τοῦ ψεύδους ἀνατροπὴν ἀντεγείρεταιGr.Nyss.Eun.3.1.10.