< ἀνταυλέω
ἀνταφαίρεσις >
ἀνταΰω
• Prosodia:
[-ῡ-]
• Morfología:
[aor. ἀντάϋσε Pi.
P
.4.197]
sonar a su vez
,
responder
οἱ ἀντάϋσε βροντᾶς ... φθέγμα
Pi.l.c., cf. Opp.
C
.2.78.