ἀνταύγεια, -ας, ἡ
• Alolema(s): tb. -ία Hp.Hebd.1.52
reflejo luminoso, resplandor
τῆς γῆςPythag.B 36, de la luna, Plu.2.921a, Hp.l.c.,
ἡλίουOnas.29.2, Ascl.Tact.12.10,
τῆς χιόνοςD.S.17.82
•brillo, color vivo
(λαγοί) διωκώμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι μάλιστα ... ἐὰν ἔχωσι ἔνιον ἐρύθημα ... διὰ τὴν ἀνταύγειανX.Cyn.5.18
•de una piedra preciosa, Epiph.Const.Gemm.M.43.296D.