< ἀνταυγέω
Ἀνταύγης >
ἀνταυγής
,
-ές
1
luminoso
,
resplandeciente
κάλλος
Sannyr.1
Suppl.Comicum
,
κόραι
Ar.
Th
.902.
2
que refleja la luz
χιών
D.S.17.82.