< ἀνταρχιδικαστής
ἄνταρχος >
ἀνταρχιερεύς
,
-έως, ὁ
coadjutor del sumo sacerdote
,
SB
9016.1.1, 2.1 (II d.C.),
POxy
.3026.19 (II d.C.).