ἀνταρκέω
1 c. dat. o πρός y ac. ser suficiente para hacer frente a
τοῖς παροῦσινTh.7.15,
πρὸς τοὺς οἰκείους ἀγῶναςPlu.Cleom.30,
τοῖς διαβάλλουσιν ἡμᾶςPl.Ep.317c.
2 bastarse abs. de pers.
(ὅταν) ἀνταρκεῖν οἷοι τ' ὦσινIsoc.6.79, cf. Ar.Eq.540
•frec. c. part.
ἐγὼ τοιαύτην νόσον θεραπεύων ἀνταρκεῖν ἠδυνάμηνyo me basté para cuidar semejante enfermedad Isoc.19.26,
τρέφουσα ... ἀντήρκεσενD.C.68.25.3,
ἀκμάζων ... τῇ ὠκύτητι ἀντήρκεσεPaus.6.13.4.