ἀνταπόλλυμι
1 en v. act. destruir, matar a su vez
τοὺς κτείνονταςE.Io 1328,
ἡμᾶς τοὺς νόμους καὶ τὴν πατρίδαPl.Cri.51a.
2 en v. med. perecer a su vez
αὐτὸς ἀνταπωλόμηνE.Hel.106,
αὐτὸς ἀνταπόλλυμαιE.IT 715,
ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ... ἀνταπόλλυσθαιHdt.3.14.