ἀνταπόδομα, -ματος, τό


1 en gener. pago μήποτε ... ἀ. ἀνταποδῷ ἡμῖν πάντα τὰ κακά LXX Ge.50.15, ἀνταποδώσεις αὐτοῖς ἀ. πονηρόν LXX Iu.7.15
pago que incluye premio y castigo διὰ τοῦτο ἀνάστασις, διὰ τοῦτο ἀ. Ep.Barn.21.1.

2 en cont. positivos pago, premio, recompensa διώκοντες ἀ. LXX Is.1.23, Ep.Barn.20.2, εὖ ποίησον εὐσεβεῖ, καὶ εὐρήσεις ἀ. LXX Si.12.2, ἔστιν δόσις, ἧς τὸ ἀ. διπλοῦν LXX Si.20.10, καὶ γένηται ἀ. σοι y tengas tu recompensa, Eu.Luc.14.12.

3 en cont. peyor. pago, castigo τοῦτο ἀ. τῆς κακίας αὐτοῦ LXX Si.14.6, εἰς ἀ. αὐτοῖς en castigo para ellos, Ep.Rom.11.9, τῆς παλαιᾶς ἁμαρτίας ἀ. Marc.Er.Opusc.M.65.1013B.