ἀνταποτίνω
• Prosodia: [-ῑ-]
pagar a su vez
καὶ κύριος ἀνταποτείσει αὐτῷ ἀγαθάLXX 1Re.24.20,
ποινὰν δ' ἀνταπέ[ι]τε[σε]υσ' (sic) ἔργων ἕνεκ[α] οὔτι δικαίωνOrph.Fr.32d, cf. e,
τὰ δ' εὐστοχίης ἀνταπέτισε βέληpagó la pena por sus certeras flechas, AP 9.223 (Bianor).