< ἀνταποταφρεύω
ἀνταποτίννυμι >
ἀνταποτειχίζω
fortificar
,
amurallar a su vez
τὸ στόμα τοῦ ἰσθμοῦ ... σταυρώματι καὶ ταφρεύμασι ... ἀνταποτειχίσαι
D.C.43.7.3.