ἀνταποδύομαι
1 desnudarse para enfrentarse a
τοῖς ἐρρωμενεστέροιςPhilostr.Im.2.19
•fig. Cristo
γεμίσας ... τὸ πᾶν πρὸς πάσας τὰς ἀερίους ἀρχὰς γυμνὸς ἀνταπεδύσατοHippol.Pasch.Fr.7 (p.270.27),
τί οὐκ ἀνταποδύομαι;Synes.Calu.M.66.1173A.
2 luchar contra
τοῖς πόνοιςCyr.Al.M.77.825B, contra los herejes, Cyr.Al.Ep.67 (p.38.30).
3 estar en conflicto con
ἥ γε τῆς πίστεως παράδοσις τοῖς ... σοῖς ἀνταποδύεται λόγοιςCyr.Al.Nest.1.2 (p.20.3).