< ἀντανακράζω
ἀνταναλαμβάνω >
ἀντανάκρασις
,
-εως, ἡ
fusión
διὰ τῆς εἰς ἀλλήλους ἀντανακράσεως τῶν ψυχῶν
Cyr.Al.M.74.556C.