ἀντανάκλαστος, -ον
recíproco e.d., conmutable con el adj., del participio
οἱ δὲ διαλεκτικοὶ τὰ τοιαῦτα (palabras) καλοῦσιν <ἀντ>ανακλάστουςPlu.2.1011d (cj.),
ἀντανάκλαστον προσηγορίανPriscian.Inst.11.1.
οἱ δὲ διαλεκτικοὶ τὰ τοιαῦτα (palabras) καλοῦσιν <ἀντ>ανακλάστουςPlu.2.1011d (cj.),
ἀντανάκλαστον προσηγορίανPriscian.Inst.11.1.