< ἀνταναγιγνώσκω
ἀντανάγω >
ἀντανάγνωσις
,
-εως, ἡ
lectura comparativa
ἐκ τῆς ἑκατέρων ἀνταναγνώσεως τὴν κακουργίαν τοῦ λογογράφου φωρᾶσθαι
Gr.Nyss.
Eun
.2.453 (var.).