ἀντανισόω
hacer igual, igualar
ἵνα τοὺς μὲν ἀντανισώσωσι τῇ βοηθείᾳLib.Or.59.161,
τὸν σύμπαντα ὄγκονThem.in Ph.137.21,
τὸ ἐνδεέςSynes.Prouid.M.66.1276B, en v. pas.
ἀντανισουμένων τῶν ἀφαιρουμένωνHippol.Haer.1.19 (p.20.11).
ἵνα τοὺς μὲν ἀντανισώσωσι τῇ βοηθείᾳLib.Or.59.161,
τὸν σύμπαντα ὄγκονThem.in Ph.137.21,
τὸ ἐνδεέςSynes.Prouid.M.66.1276B, en v. pas.
ἀντανισουμένων τῶν ἀφαιρουμένωνHippol.Haer.1.19 (p.20.11).