< ἀνταναφορά
ἀνταναφωνέω >
ἀνταναφύω
solo aor. rad.
surgir
,
resultar en cambio
ὥσπερ τὸ χρῆναι θρηνεῖν
Cyr.Al.M.77.888B,
ἡ σὴ τελειότης
Cyr.Al.M.77.153D.