ἀνταναπλήρωσις, -εως, ἡ
acción de llenarse o completarse de nuevo
ῥεῦσις ... οὐκ ἐπίδηλος τῇ μειώσει διὰ τὴν ἀνταναπλήρωσινEpicur.Ep.[2] 48,
τῶν τόπωνPhlp.in GC 92.15.
ῥεῦσις ... οὐκ ἐπίδηλος τῇ μειώσει διὰ τὴν ἀνταναπλήρωσινEpicur.Ep.[2] 48,
τῶν τόπωνPhlp.in GC 92.15.