< ἀνταναλίσκω
ἀντανάλυσις >
ἀνταναλύομαι
astrol.
actuar en contra
,
contrarrestar
en v. pas.
ἀστέρες ... ἀνταναλυόμενοι ὑπὸ τῆς τῶν χρόνων δυνάμεως
Vett.Val.289.17.