ἀνταλλάσσω
• Alolema(s): át. -ττω


I en v. act., c. ac. compl. dir.

1 cambiar, invertir τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ... ἀντήλλαξαν cambiaron ... el ordinario valor de las palabras Th.3.82, οὐκ ἀνταλλάξει αὐτούς LXX Ib.37.4, Thd.Ib.37.4
c. ac. compl. dir. y gen. o dat. dar a cambio δάκρυα τ' ἀνταλλάξατε τοῖς τῆσδε μέλεσι E.Tr.351, τὴν ψυχὴν ἂν ἀνταλλάξας τοῦ χρυσίου Poll.3.113.

2 intercambiar en v. pas. ἀντηλλαγμένου τοῦ ἑκατέρων τρόπου habiendo cambiado cada bando sus hábitos (guerreros) Th.4.14.

II en v. med. tomar a cambio c. ac. ἄνδρα A.Ch.133
c. ac. y gen. πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι cambiaré mis vestidos blancos por otros negros E.Hel.1088, μηδ' ἀνταλλάξασθαι ... μηδεμιᾶς χάριτος μηδ' ὠφελείας τὴν εἰς τοὺς Ἕλληνας εὔνοιαν D.6.10, τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλαττόμενοι D.18.138, οὐκ ἀνταλλάξεται οὐδενὸς λύτρου τὴν ἔχθραν LXX Pr.6.35
c. dos ac. <τι> τῶν ὄντων ἄλλο αὖ τῶν ὄντων ἀνταλλαξάμενος τῇ διανοία tomando en su pensamiento un ser por otro Pl.Tht.189c.

III ἀνταλλαγῆναι· cret. ἀναπαύσασθαι Hsch.