ἀνταγώνιστος, -ον
1 que contiende como adversario Poll.3.141.
2 que opone resistencia
μὴ ἀνταγωνίστους αὐτοὺς οἴεται εἶναιProcop.Vand.2.11.43
•fig.
ἐπὶ τὸν ἀνταγώνιστον λόγονGr.Nyss.Eun.3.10.29.
μὴ ἀνταγωνίστους αὐτοὺς οἴεται εἶναιProcop.Vand.2.11.43
ἐπὶ τὸν ἀνταγώνιστον λόγονGr.Nyss.Eun.3.10.29.