< ἀνουτητί
ἀνουφί >
ἀνούτητος
,
-ον
1
no herido
ἀνουτήτῳ ἴκελος χρὼς μίμνει ὅμως
Nic.
Th
.719.
2
invulnerable
ἀνουτήτου Διονύσου
Nonn.
D
.16.382.