< Ἄνοχος
ἀνοψίη >
ἀνοψία
,
-ας, ἡ
falta de víveres
ἔφερόν τε δεινῶς τὴν ἀνοψίαν
Antiph.190.8,
ἀνοψίαν ὑποφέρειν
Plu.2.237e.