ἀνοχλίζω
I tr.
1 levantar
ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούςA.R.1.1167, c. valor fact.
οὐδὲ γὰρ αὐτή ... μιν ἀνοχλίζουσα θάλασσαref. al mar en lucha contra un monstruo marino, Opp.H.5.128,
ἀνοχλίζων Ἀίδης ὀρφναῖον ὀχῆαNonn.D.36.202, cf. Hsch.
•fig.
τὸν τῆς διανοίας ὀφθαλμόνCyr.Al.M.73.325C
•en v. med. servir de soporte Paul.Sil.Ambo 110.
2 echar fuera del camino
οὐδ' ἄρα μιν τυτθόν περ ἀνώχλισαν ἀντιόωντεςA.R.3.1298
•arrancar de raíz
τὸ λυποῦν ἀνοχλίζει ξύλονCyr.Al.M.73.32A.
II intr. en v. med. elevarse
οὗτοι τῆς γῆς ἀνοχλίζονταί πωςCyr.Al.M.73.509A.