ἀνοχικῶς


adv. en conexión διὸ οὐκ ἐπερειστικῶς αὐτῶν ἐστιν ἀχώριστος, ἀλλὰ μᾶλλον ἀ. καὶ συνεκτικῶς Simp.in de An.285.19.