< ἀνοχή
ἀνοχλέω >
ἀνοχικῶς
adv.
en conexión
διὸ οὐκ ἐπερειστικῶς αὐτῶν ἐστιν ἀχώριστος, ἀλλὰ μᾶλλον ἀ. καὶ συνεκτικῶς
Simp.
in de An
.285.19.