ἀνουθέτητος, -ον


1 que no admite consejos de los tiranos ἀνουθέτητοι διατελοῦσιν Isoc.2.4, de Filipo, D.Ep.3.11, λόγοι Ph.2.266 (I p.211)
de ahí ἀνουθέτητόν ἐστιν ἡ παρρησία Men.Mon.60, fig. θάλασσα Cyr.Al.M.69.528B.

2 incurable νόσος Cyr.Al.M.73.665C.

3 inexorable ἡ θεία τε καὶ ἀ. ὀργή Cyr.Al.M.70.356C.

4 subst. τὸ ἀ. lo incorregible Plu.2.283f.