< ἀνότιστος
†ἄνου >
ἀνοτοτύξω
lanzar gemidos
,
gemir
c. ac. int.
τί ταῦτ' ἀνωτότυξας ἀμφὶ Λοξίου;
A.
A
.1074,
βοὰν βοὰν δ' Ἑλλὰς ... κἀνοτότυξεν
E.
Hel
.371.