< ἀνοσιουργία
ἄνοσμος >
ἀνοσιουργός
,
-όν
que actúa impíamente
de pers., Pl.
Ep
.352c, Arist.
EN
1166
b
5,
ὁ ἀνδροφόνος
Ph.2.313,
τόλμη
Ph.1.429.