ἀνορύσσω
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [perf. med.-pas. ἀνορώρυγμαι Men.Fr.403]


1 en gener. desenterrar τὰ ὀστέα Hdt.2.41, Lycurg.113, Polyaen.6.53.1, ταύτην (τὴν Εἰρήνην) Ar.Pax 372, ὑδρίας Ar.Au.602, cf. Men.Fr.403, ᾠά Arist.HA 558a10, τοῦτον (χρυσόν) Luc.Cont.11, τὸν Λύσανδρον Plu.2.212d, 229f, τὰ σώματα D.C.73.5.3
fig. λογισμούς Cyr.Al.Apol.Thdt.5.

2 abrir, profanar τάφον Hdt.1.68, Isoc.16.26, X.Eph.3.9.8, τὰς μυωπίας Arist.HA 580b25, τάφρον X.Eph.5.2.4
excavar un canal PTeb.961.3 (II a.C.), POxy.1917.111, γῆν I.BI 2.149
excavar buscando fig. (τὸν θάνατον) ὥσπερ θησαυρούς LXX Ib.3.21.