< †ἀνονδόκως
ἀνόνειρος >
ἀνονείδιστος
,
-ον
1
irreprochable
πάντα
Nic.Dam.
Vit.Caes
.62.
2
adv. -ως
irreprochablemente
χορηγεῖν
Herm.
Sim
.9.24.2.