ἀνομόλογος, -ον


1 incongruente λήμματα S.E.M.8.331, ἀνομόλογον καὶ ἀσύμφωνον Harp.s.u. ἀσυνθετώτατον
subst. τὸ περὶ τὴν τάξιν ἀ. Ptol.Tetr.1.21.19, τὰ ἀ. Apollon.Cit.3.24
c. dat. τινὰ ... ἀνομόλογα τῷ κειμένῳ Alex.Aphr.in Top.548.17.

2 adv. -ως en forma incongruente ἀ. ... γίγνεσθαι Porph.Abst.2.40.