ἀνομολογέομαι
1 estar o ponerse de acuerdo
πρὸς ἀλλήλουςPl.R.348b,
περὶ ... ἐκείνης τῆς πόλεωςPl.R.442e,
πρὸς τὰς ὀνομάτων ὁμολογίαςPl.Tht.164c
•abs. Muson.Fr.17 (p.92), SB 4638.14, 9798.15.
2 reconocer, admitir c. inf.
τὰ ἄριστα πράττεινD.18.86,
τὸ ... μηδ' ὁτιοῦν ἀδικεῖνD.18.266
•en v. pas.
ἡ γὰρ εὐγένεια τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ... παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ἀνωμολόγηταιD.60.4,
τοῖς ἡδονὴν τἀγαθὸν καὶ τέλος τιθεμένοις ἀνομολογούμενόν ἐστι πᾶν πάθοςChrysipp.Stoic.3.125,
πάντων ... ἀνωμολογημένων θεοῦ κτημάτωνPh.1.161
•reconocer por escrito, aceptar el pago de c. ac.
(ἀργύριον)Lys. en Phot.p.143R.
•
τὰ ἐχ ΣάμIG 12.304a.34 (V a.C.), cf. AB 211.
3 resumir
τὰ εἰρημέναPl.Smp.200e, Amat.136e.