< 2 ἀνομοιόω
ἀνομοίωσις >
ἀνομοιώδης
,
-ες
diferente
c. dat. de ciertas almas
ἀνομοιώδεις κατὰ τὴν οὐσίαν ταῖς τε μέσαις καὶ ταῖς πρώταις
Procl.
Inst
.203.