< ἀνομοιόφυλος
ἀνομοιόχρους >
ἀνομοιόχρονος
,
-ον
métr.
que difiere en cantidad
τὸ «Πριάμοιο» ... ἀνομοιόχρονον ἔχει τῇ παραληγούσῃ τὴν λήγουσαν
Eust.13.7.