< ἀνομοιόστροφος
ἀνομοιότης >
ἀνομοιοσχήμων
,
-ον, gen. -ονος
que tiene forma diferente
ἐπιβολή
Gal.18(1).774,
πᾶν ψυχῆς ὄχημα
Procl.
Inst
.210
•
subst.
τὸ ἀ.
Phlp.
in Ph
.677.2.