< ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιοούσιος >
ἀνομοιομερής
,
-ές
compuesto de partes diferentes
de órganos corporales
, Arist.
HA
486
a
7,
Mete
.388
a
18,
GA
722
b
31, Thphr.
Fr
.22, Gal.6.844
•
métr.
συστήματα
Heph.
Poëm
.4.2.