ἀνοικονόμητος, -ον


I 1de cosas desordenado εἴ τί σοι ἀνοικονόμητόν ἐστι Macho 73, τὸ ... τῆς δημηγορίας ἀ. Heraclid.Pont.174.35, cf. Longin.33, δημηγορίας ἀ. Ast.Am.Hom.5.7.1D.

2 de pers. que administra mal ἄνθρωπος Plu.2.517e.

II adv. -ως antieconómicamente ἀναλίσκων ... ἀ. Chrys.M.60.337.