ἀνοικοδομέω
I
τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ ... ἀνοικοδόμησε πλίνθοισιHdt.1.186,
τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισιAr.Pax 100 (ap. crít.).
2 vallar
θύρανLycurg.128
•emparedar
ἑαυτόνPall.H.Laus.35.1
•construir
ἐν τῇ αὐλῇPLond.887.3 (III a.C.), cf. PPetr.1.26.10 (III a.C.), BGU 313.1 (biz.)
•erigir una estela SB 10181.4,
τὴν πύληνGerasa 273 (V d.C.).
II
τὴν πόλιν ... καὶ τὰ τείχηTh.1.89,
τὰ ἀνοικοδομηθέντα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων τείχηX.HG 4.4.19, cf. IG 22.1225.12 (III a.C.),
τῶν ἱερῶν ... οὐδὲν ἀνοικοδομήσωjuram. en Lycurg.81,
τὸ ἱερόνIPh.11.2 (II a.C.)
•de ahí
ἀ. χώρανvolver a construir edificaciones en la región D.S.15.66
•abs.
ἀ. ἐκ θεμελίουreconstruir desde los cimientos, PMerton 108.13 (I d.C.).
2 en v. med. prosperar
ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ἄνομαLXX Ma.3.15.