ἀννωνικός, -ή, -όν


de o relativo a la annona ἄρτος POxy.2142.2 (III d.C.), σκρινιάριος PMasp.57.2.11 (VI d.C.), ἐπιβολή PLips.6.2.11, καταβολή PCair.Isidor.35.13.