ἀνιᾱρός, -ά, -όν
• Alolema(s): jón. y ép. ἀνιηρός, -ή, -όν Od.17.220, Thgn.472; ἀνει- Hsch.α 4831
• Prosodia: [ᾰνῑ- o ᾰνῐ-]
• Morfología: [compar. ἀνιηρέστερος Od.2.190]
I
πτωχὸν ἀνιηρόνOd.l.c., c. dat.
τοῖς ἐχθροῖςAr.Pl.561,
ξείνοισινTheoc.22.134
•de anim.
σχέτλια καὶ ἀνιηράHdt.3.108.
2 de abstr. doloroso, funesto
πτωχεύειν πάντων ἔστ' ἀνιηρότατονTyrt.6.4, cf. D.40.1,
πόλλ' ἀνιηρὰ παθώνThgn.276,
πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ' ἀνιηρὸν ἔφυThgn.l.c.,
λύπην ἀνιαροτάτηνE.Med.1113, cf. Hes.Fr.75.24, Thgn.124, 210, Democr.B 243, Pi.O.12.11, P.4.288, E.Or.230, Pl.Grg.477d, Call.Epigr.12.3, 14.4, 43.1, Theoc.7.124, Luc.Tim.6
•c. dat.
καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἀνιαρόταταLys.25.20
•op. ἡδύ:
εἴθ' ἡδὺ βροτοῖς εἴτ' ἀνιαρόνE.Med.1095,
οὕτως ἡδύ ἐστι τὸ ἔχειν χρήματα ὡς ἀνιαρὸν τὸ ἀποβάλλεινX.Cyr.8.3.42, cf. Pl.Grg.496c, Prt.355e
•neutr. plu. subst.
τοῖς γεγενημένοις ἀνιαροῖςD.18.291.
II afligido
ἀνιαρὸς ... ὢν σιωπῇ διῆγενX.Cyr.1.4.14.
III adv. -ῶς
1 causando dolor
οὐκ οἶσθα καὶ νῦν ὡς ἀνιαρῶς λέγεις;S.Ant.316.
2 miserablemente
ζῆνX.Mem.1.6.4, cf. Pl.Lg.660e,
νοσεῖνPlu.2.674a,
ἀ. ἔχεινestar en una situación penosa Sor.38.27.