ἀνισόχρονος, -ον
desigual en duración
ἡ κάθαρσιςHerod.Med. en Orib.8.4.6
•métr. anisócrono, de duración desigual de un pie respecto a otro
τοὺς ἀνισοχρόνους αὐτῷ (τῷ δακτύλῳ) τῶν δισυλλάβων τιθέντες ποιοῦσι τὰ καλούμενα λογαοιδικάAristid.Quint.48.1.