< ἀνισομεγέθης
ἀνισομήκης >
ἀνισόμετρος
,
-ον
1
que no guarda relación
πολυποσίη ἀ. οὔροισι πολλοῖσι
en la diabetes
, Aret.
SD
2.2.1.
2
adv. -ως
en medida desigual
Cyr.Al.
Chr.Un
.5
1
.768B.